- λόχη
- και λόγχη, η1. φωτιά, φλόγα, γλώσσα φωτιάς («τση Κόλασης τη λόχην», Ερωφ.)2. ζέστη, θερμότητα («ευρίσκετο ο Ρωτόκριτος μέσα στο ναι κ' εις τ' όχιώρες σ' αέρα δροσερό κι' ώρες 'ς φωτιά κ' εις λόχη», Ερωτόκρ.)3. φως, λάμψη4. κεραυνός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λόχη < λόγχη, με σίγηση τού έρρινου στοιχείου από το συμφωνικό σύμπλεγμα -γχ-. Το ίδιο ισχύει και για τα συμπλέγματα νθ, μφ (πρβλ. πενθερός > πεθερός, ομφαλός > οφαλός, συνάγχι > συνάχι)].
Dictionary of Greek. 2013.